Ο Ιωάννης Γεννάδιος

Ο Ιωάννης Γεννάδιος (1844-1932) γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του ευπατρίδη Γεωργίου Γενναδίου και της Αρτέμιδας, το γένος Μπενιζέλου.
Το 1862 μετακόμισε στο Λονδίνο όπου προσλήφθηκε από την ελληνική εταιρεία των Αδελφών Ράλλη. Το 1870 έγραψε το φυλλάδιο για τη Σφαγή στο Δήλεσι, το οποίο αποτέλεσε έναυσμα να ακολουθήσει διπλωματική καριέρα από το 1873, με πόστα στη Ουάσιγκτον, Κωνσταντινούπολη, Βιέννη, Χάγη και το Λονδίνο όπου το 1886 προήχθη στον βαθμό του Υπουργού-Πρέσβη. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1892 και έμεινε εκτός της διπλωματίας έως το 1910 οπότε ξαναδιορίστηκε πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο έως τη συνταξιοδότησή του το 1918. Οι καίριες διπλωματικές θέσεις του Γενναδίου την κρίσιμη εποχή του Ανατολικού ζητήματος και της κατάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον καθιστούν μοναδική πηγή για τα δρώμενα της εποχής, ενώ τα ίδια τα ταξίδια του προσδίδουν μια αίσθηση κοσμοπολιτισμού. H έκθεση αυτή αντλεί από τα λευκώματά του σχετικές πληροφορίες και μοναδικό υλικό για τον πόλεμο του 1897, τους Βαλκανικούς, την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας, και άλλες σημαντικές ιστορικές στιγμές του Eλληνισμού όπως η Ελληνική Επανάσταση, ενώ τα ταξίδια του δίνουν μια αίσθηση κοσμοπολιτισμού. Η ενότητα της ιματιογραφίας τονίζει περαιτέρω αυτή τη διάσταση της συλλογής.
Από το 1895 ασχολήθηκε με τη συγγραφή μελετών που προήγαγαν την υπόθεση της Ελλάδας στη Βρετανία με κορυφαία τη συμβολή του στη δημιουργία της Έδρας Κοραή Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών στο King's College του Λονδίνου (1915-1918). Το 1902 παντρεύτηκε την Florence Ελισάβετ Λάινγκ Κένεντι, την οποία μετονόμασε σε Άνθη.
Το 1921 εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Διάσκεψη για το Ναυτικό Αφοπλισμό στην Ουάσινγκτον και το 1922 δώρισε τη βιβλιοθήκη του στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Το 1926 πραγματοποιήθηκε η τελετή εγκαινίων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, και λίγα χρόνια αργότερα, το 1932, πέθανε σε ηλικία 88 ετών.
Η ιδιοφυΐα του Ιωάννη Γενναδίου, που τον ώθησε να υπερασπίζεται τα δίκαια της Ελλάδας αναλαμβάνοντας δύσκολες διπλωματικές πρωτοβουλίες, τον οδήγησε με αλάνθαστο αισθητήριο στην πραγματοποίηση ενός σημαντικού οράματος για τη βιβλιοθήκη του: τη συλλογή πολύτιμου υλικού, το οποίο ανταποκρινόταν στο δυνατό και ευγενικό κίνητρό του να δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη που να απεικονίζει σύμφωνα με τα δικά του λόγια «...το δημιουργικό πνεύμα της Ελλάδος σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της, την επιρροή των επιστημών και των τεχνών της στον δυτικό κόσμο και την εντύπωση που προκαλούσαν η φυσική της ομορφιά και οι αρχαιολογικοί θησαυροί στους επισκέπτες, ώστε τα πιο σπάνια και πιο ωραία βιβλία να γυρίσουν μια μέρα στην Ελλάδα, τιμητική προσφορά προς αυτήν...».
Ο Ιωάννης ξεκίνησε τη συλλογή του μετά το 1870 και μέχρι το 1895 είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει σημαντικά και σπάνια βιβλία.
Ο Γεννάδιος κληρονόμησε το πάθος του για τα βιβλία και τη γνώση από τον πατέρα του, Γεώργιο Γεννάδιο, ένθερμο υποστηρικτή της Ελληνικής Επανάστασης, λόγιο, δάσκαλο και ιδρυτή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Εθνικής Βιβλιοθήκης και άλλων πολιτιστικών ιδρυμάτων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Το 1922 ο I. Γεννάδιος πρόσφερε τη συλλογή του (περίπου 26.000 βιβλία) στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με την προϋπόθεση ότι η Σχολή θα στέγαζε τη συλλογή και το προσωπικό και θα συντηρούσε τη Βιβλιοθήκη με το όνομα “Γεννάδειος” προς τιμήν του πατέρα του.
Η επιθυμία του Γενναδίου, όπως διατυπώθηκε στην Πράξη Δωρεάς στις 18 Οκτωβρίου 1922, ήταν να συνεισφέρει η βιβλιοθήκη του ώστε η Αμερικανική Σχολή να γίνει ένα παγκόσμιο κέντρο μελέτης της βυζαντινής και νεότερης ελληνικής ιστορίας, λογοτεχνίας και τέχνης. Το 1922, ο Edward Capps, Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής (Managing Committee) της Σχολής που επέβλεπε το εκπαιδευτικό της έργο, έγραψε ότι η δωρεά της Βιβλιοθήκης ήταν «ό,τι καλύτερο συνέβη στη Σχολή από την ίδρυσή της».


Με αποστολή την μελέτη της ιστορίας του Ελληνισμού, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη είναι μία από τις πιο σημαντικές βιβλιοθήκες του είδους της στον κόσμο. Είναι μια κιβωτός βιβλίων, χειρογράφων, σπάνιων βιβλιοδεσιών, ερευνητικού υλικού, αρχείων και έργων τέχνης, που εξυπηρετεί αναγνώστες από την Ελλάδα, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και όλον τον κόσμο. Πάνω από την επιβλητική μπρούτζινη πόρτα της εισόδου, η επιγραφή «Έλληνες καλούνται οι της παιδεύσεως της ημετέρας μετέχοντες» από τον Πανηγυρικό του Ισοκράτη θυμίζει σε όλους την αξία της ελληνικής παιδείας.
Πυρήνας της Βιβλιοθήκης ήταν (και είναι) τα βιβλία, τα αρχεία, τα χειρόγραφα και τα αντικείμενα, που μια ολόκληρη ζωή συνέλεγε ο διπλωμάτης και βιβλιόφιλος Ιωάννης Γεννάδιος στο Λονδίνο.
Στα εκατό χρόνια λειτουργίας της Γενναδείου, οι αρχικοί 30.000 τόμοι πολλαπλασιάστηκαν και ο αριθμός των βιβλίων σήμερα έχει φτάσει τους 150.000 τίτλους. Τα ενδιαφέροντα του Γενναδίου, που αφιέρωσε τη ζωή και τους πόρους του στη συλλογή ξεχωριστών βιβλίων, κάλυπταν τον ελληνικό πολιτισμό από την Ύστερη Αρχαιότητα μέχρι την εποχή του. Ακολουθώντας τη γραμμή που χάραξε ο Γεννάδιος αλλά και τη θεματική οργάνωση της συλλογής του, η Βιβλιοθήκη καλύπτει θεματικά την Ελλάδα, τους Έλληνες και τον ελληνικό πολιτισμό από την αρχαιότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στη μεσαιωνική και νεότερη εποχή. Οι συλλογές διαρκώς εμπλουτίζονται χάρη στις προσπάθειες των διευθυντών, των Επιτρόπων και των Φίλων της Βιβλιοθήκης, στις δωρεές και νέες προσκτήσεις παλαιού και σπάνιου υλικού, χειρογράφων, αρχείων και έργων τέχνης.
Πιστή στο όραμα του Ιωάννη Γενναδίου, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη έχει εξελιχθεί σε μία ανεκτίμητη πηγή γνώσης για την ιστορία της Ύστερης Αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των Βαλκανίων, των νεοελληνικών σπουδών και του ουμανισμού προσελκύοντας ερευνητές από όλον τον κόσμο. Σήμερα, χάρις στη γενναιοδωρία των Επιτρόπων της Σχολής και της Βιβλιοθήκης, όπως και στην αφοσίωση της Διοικούσας Επιτροπής, του προσωπικού και των απανταχού φίλων, η Βιβλιοθήκη έχει φτάσει πολύ κοντά στην εκπλήρωση του οράματος του Ιωάννη Γενναδίου: να γίνει ένα παγκόσμιο κέντρο για τη μελέτη του Ελληνισμού.
Από τα νεανικά του χρόνια ο Ιωάννης Γεννάδιος συνέλεγε χαρακτικά σχετικά με την Ελλάδα, και άλλα θέματα. Τα κολλούσε σε λευκώματα, μοναδικά για την ποικίλη θεματογραφία που καλύπτει θέματα ιστορικά, τοπογραφικά, αρχαιολογικά, εθνολογικά (ιματιογραφία και προσωπογραφία), αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά, βιβλιογνωστικά, δημοσιογραφικά καθώς και τα οικογενειακά του Γενναδίου.
Εκτός από χαρακτικά, τα 116 λευκώματα (scrapbooks) του Ιωάννη Γενναδίου περιέχουν φωτογραφικό υλικό και άλλα εφήμερα: αποκόμματα από εφημερίδες και βιβλία, έντυπο υλικό, προγράμματα από εκδηλώσεις, προσκλήσεις και πολλά άλλα. Κάθε τόμος αποτελείται κατά μέσο όρο από 60-70 φύλλα μεγάλου μεγέθους, είναι σχεδιασμένος με περίπλοκο τρόπο και η τεκμηρίωσή του αποτελεί αληθινό άθλο που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων το 2007 και το 2024.
Η προσωπογραφία και τοπογραφία χρησιμοποιήθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1970 εκτενώς για την εικονογράφηση της πολύτομης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η έκθεση παρουσιάζει κάποια λιγότερο γνωστά τεκμήρια που προσφέρουν ανεκτίμητες πληροφορίες για την ιστορία της νεότερης Ελλάδας αλλά και για την προσωπικότητα και τον κόσμο του Ιωάννη Γενναδίου.
Για παράδειγμα, οι τόμοι που πραγματεύονται τους πολέμους του 1897 (Φ 36) και τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 (Φ 35) περιέχουν μοναδικό πρωτογενές φωτογραφικό υλικό που ο Ιωάννης Γεννάδιος συνέλεξε για την περίοδο. Έστω και μια σύντομη ματιά στις θησαυρισμένες γελοιογραφίες ανοίγει λαμπρούς ορίζοντες έρευνας στον σατυρικό τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνονταν ιστορικά γεγονότα στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Λευκώματα με θέμα την προσωπογραφία περιέχουν πορτραίτα σημαντικών προσωπικοτήτων της ιστορίας, ξεκινώντας από ήρωες της Επανάστασης του 1821, αλλά και της επικαιρότητας, ενώ πολλά λευκώματα που περιέχουν κοστούμια (Φ 58-66), συμπληρώνουν την εικόνα που μας άφησε ο Γεννάδιος για αυτά τα θέματα.

Ιματιογραφία

Auguste Racinet Le costume historique (Παρίσι, 1876-1888).
Το πάθος του συλλέκτη για τις απεικονίσεις ενδυμασιών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε βιβλία αλλά και στα λευκώματά του αντανακλά μια ευρύτερη γοητεία για την πολιτισμική αναπαράσταση και τις ιστορικές ενδυμασίες.
Με κύριο στόχο να ικανοποιήσουν την περιέργεια και να καταπολεμήσουν το φόβο των Ευρωπαίων για τους Οθωμανούς, τα βιβλία ενδυμασιών (costume books) εξοικείωναν τη Δύση με τις εξωτικές ανατολίτικες συνήθειες από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. Η αποτύπωση των οθωμανικών ενδυμασιών έδινε τη δυνατότητα στους Ευρωπαίους να αποκωδικοποιήσουν την οθωμανική κοινωνία και τον τρόπο λειτουργίας της, ενώ χρησίμευαν και ως «οδηγός» για διπλωμάτες και άλλους επίδοξους επισκέπτες της σουλτανικής αυλής.
Οι καλλιτέχνες ήταν αρχικά Ευρωπαίοι ταξιδιώτες στην Ανατολή, αλλά από τις αρχές του 18ου αιώνα τους μιμούνταν και Οθωμανοί καλλιτέχνες, αντιλαμβανόμενοι τη μεγάλη ζήτηση για τέτοιες εικονογραφήσεις. Άλλωστε το θέμα παρέμεινε επίκαιρο και μετά την εμφάνιση της φωτογραφίας στα μέσα του 19ου αιώνα.
Στα λευκώματα αυτά, η ενδυμασία παραπέμπει απευθείας σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ή κοινωνικές τάξεις και οι εικόνες λειτουργούν ως αυταπόδεικτες αλήθειες μιας άγνωστης πραγματικότητας. Η ενδυμασία, ως σύμβολο πολιτισμικής διαφοράς, αναπαριστούσε τον τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα η Δύση να αντιλαμβάνεται και να αναπαριστά την Ανατολή μέσω αυτών των εικόνων. Οι εκδόσεις αυτές διατηρούσαν την αυθεντικότητα, αλλά προσαρμόζονταν στα εμπορικά πρότυπα του ευρωπαϊκού κοινού, αναπαράγοντας οικεία πρότυπα, όπως έμφυλες σχέσεις ή κοινωνικές τάξεις.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821
Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1821-1828), οι μάχες και ο αντίκτυπός τους στην κοινή γνώμη, οι ήρωες και οι προσωπικότητες που σχετίζονται με την Επανάσταση, η διοίκηση, οι εθνοσυνελεύσεις, τα πρώτα τυπωμένα βιβλία και εφημερίδες, ο Φιλελληνισμός, αλλά και οι επιστημονικές μελέτες για το 1821 αποτελούν πυλώνες της συλλογής του Ιωάννη Γενναδίου. Άλλωστε, η κατηγορία «Ανεξαρτησία» (Independence) αποτέλεσε τον πρώτο τόμο του δακτυλόγραφου καταλόγου που συνέταξε ο ίδιος για τη συλλογή του το 1921. Τα λευκώματα για το 1821 αποκαλύπτουν σπάνια ιστορικά τεκμήρια για την Ελληνική Επανάσταση.
Τα πρώτα επαναστατικά σκιρτήματα εμφανίστηκαν στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα με ιδεολογικό υπόβαθρο την ιδέα της δημιουργίας ενός ελληνικού κράτους που συνδεόταν με την αρχαία Ελλάδα. Καίριο ρόλο στην προετοιμασία της Επανάστασης έπαιξε η μυστική οργάνωση Φιλική Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό.
Τον Φεβρουάριο του 1821 ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε στη Μολδοβλαχία ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Στις 23 Μαρτίου καταλήφθηκε η Καλαμάτα, όπου συγκροτήθηκε η «Μεσσηνιακή Γερουσία ή Σύγκλητος» με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αργότερα, οι πελοποννησιακές δυνάμεις με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Τριπολιτσά. Παρόλες τις διαφωνίες και τους εμφυλίους μεταξύ των ελληνικών δυνάμεων, οι επαναστάτες συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση και κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.
Η επιτυχία της Επανάστασης κινδύνευσε το 1825, όταν ανέλαβε δράση ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου, αλλά η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με καχυποψία το ξέσπασμα της Επανάστασης. Η ένοπλη παρέμβαση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η γαλλική εκστρατεία του Μοριά και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων.
Το 1827 επιλέχτηκε ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ως τη δολοφονία του το 1831 ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση στο εσωτερικό και την προώθηση των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό. Η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, ενώ τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832 στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Ως πολίτευμα καθορίστηκε η μοναρχία και βασιλιάς εκλέχθηκε ο Βαυαρός πρίγκηπας Όθωνας.
Ένας από τους σημαντικότερους θησαυρούς της Γενναδείου είναι η σειρά πινάκων που αναπαριστούν επεισόδια του αγώνα της Ανεξαρτησίας, φιλοτεχνημένοι για τον στρατηγό Μακρυγιάννη από τους Λάκωνες ζωγράφους Παναγιώτη και Δημήτριο Ζωγράφο (1836-1839). Οι πίνακες, ζωγραφισμένοι αρχικά σε ξύλο και στη συνέχεια σε χαρτί, προσφέρθηκαν στον Όθωνα και στους ηγεμόνες των Μεγάλων Δυνάμεων. Σήμερα είναι γνωστοί οι πίνακες της Γενναδείου, που ανήκαν στον Όθωνα, και της Βασίλισσας Βικτωρίας της Αγγλίας, οι οποίοι φυλάσσονται στον Πύργο του Windsor.
Εξίσου σημαντική είναι και η συλλογή γύρω από τον Λόρδο Βύρωνα, η οποία περιλαμβάνει σπάνια έργα και προσωπικά του αντικείμενα, όπως το πορτραίτο του και το στεφάνι από δάφνη και αγριολούλουδα που του προσέφερε ο λαός του Μεσολογγίου. Ιδιαίτερα πολύτιμη είναι και η συλλογή πορτραίτων Ελλήνων ηρώων από τον Adam Friedel, «Twenty-Four Portraits of the Principal Leaders and Personages who have made themselves most conspicuous in the Greek Revolution».
Η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψει κανείς άγνωστα τεκμήρια και πλούσια βιβλιογραφία για την πορεία του Ελληνισμού, αποτελώντας αναντικατάστατο εργαλείο για την κατανόηση της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας.

Η Σφαγή στο Δήλεσι (1870)

The Illustrated London News, 11 Ιουνίου 1870
Τα συγκλονιστικά γεγονότα, γνωστά ως «φόνοι του Δήλεσι ή Μαραθώνα» (1870), τάραξαν τον Ιωάννη Γεννάδιο που από το 1862 ζούσε στο Λονδίνο και εργαζόταν στη σημαντική ελληνική επιχείρηση των Αδελφών Ράλλη, όπου συγχρωτιζόταν με νέους ιδιαίτερης καλλιέργειας, σημαντικής περιουσίας και κύρους. Ωστόσο, τον ενοχλούσε η αίσθηση μιας έντονης φιλοτουρκικής διάθεσης στην Αγγλία και μιας γενικότερης διαστρέβλωσης της εικόνας της Ελλάδας και των αξιών της. Θεώρησε, λοιπόν, προσωπική του υπόθεση να στηρίξει την Ελλάδα. Με το ψευδώνυμο «Διός Γέννα» έγραψε τέσσερις επιστολές στη φιλελεύθερη εφημερίδα The Morning Star, εκθέτοντας τα ιστορικά και στατιστικά στοιχεία της ραγδαίας υλικής ανάπτυξης του ελληνικού έθνους και την ωριμότητα των πολιτών του. Όλες οι επιστολές του δημοσιεύτηκαν, γεγονός που προκάλεσε αναγνώριση και ικανοποίηση της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου.
Παρά τις προσπάθειες του Γενναδίου, τον Απρίλιο του 1870 ένα γεγονός ενίσχυσε τον ανθελληνισμό στη Δύση: ληστές απήγαγαν μία ομάδα ξένων τουριστών κοντά στον Μαραθώνα. Κάποιοι από αυτούς ήταν Βρετανοί και, ενώ διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει, η δολοφονία τριών εξ αυτών προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις και έξαρση του ανθελληνισμού στη Δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Αγγλία. Το συμβάν φαινόταν να διαψεύδει τους ισχυρισμούς του Γενναδίου για ωριμότητα και σταθερότητα στην Ελλάδα.
Ο βρετανικός Τύπος ξεσήκωσε τον κόσμο ενάντια στους Έλληνες. Οι διευθύνοντες του Ομίλου Αδελφών Ράλλη, συνειδητοποιώντας τον θυελλώδη πατριωτισμό του υπαλλήλου τους Ιωάννη Γενναδίου, τον προειδοποίησαν να μη δημοσιεύσει απόψεις υπέρ των Ελλήνων. Ο Γεννάδιος, παρ’ όλα αυτά, το θεώρησε «ιερό του χρέος» να διορθώσει την κατάσταση.
Για τέσσερις, περίπου, εβδομάδες πέρασε όλον τον ελεύθερο χρόνο του προσπαθώντας να διερευνήσει λεπτομερώς τα συμβάντα και τις περιστάσεις των «φόνων του Μαραθώνα», αλλά και της εγκληματικότητας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πριν το τέλος του Ιουνίου είχε ετοιμάσει ένα «ογκώδες φυλλάδιο» το οποίο το τύπωσε ανώνυμα με δική του δαπάνη. Το ογκώδες αυτό φυλλάδιο είχε τίτλο «Notes on the recent murders by brigands in Greece» και αφορούσε στη Σφαγή στο Δήλεσι τριών Άγγλων και ενός Ιταλού, οι οποίοι είχαν προηγουμένως αιχμαλωτιστεί από ληστές της περιοχής. Στόχος του φυλλαδίου δεν ήταν η απόσειση των ευθυνών των ελληνικών Αρχών σχετικά με τη διαχείριση της υπόθεσης, αλλά η άρση των συκοφαντιών, οι οποίες μέσω του αγγλικού κυρίως Τύπου έκαναν τον γύρο της Ευρώπης, επιρρίπτοντας βαρύτατες ευθύνες και χαρακτηρίζοντας με αήθη σχόλια τον ελληνικό λαό συλλήβδην.
Στις συλλογές του βρίσκεται και μία επιστολή του Γενναδίου προς τον Υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη, 6 Νοεμβρίου 1871, σχετικά με τη μετάφραση του φυλλαδίου για τη Σφαγή στο Δήλεσι από τα αγγλικά στα ελληνικά με παρότρυνση της κυβέρνησης. Μολονότι η πρωτότυπη αγγλική έκδοση είχε πληρωθεί εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον Γεννάδιο, ο ίδιος αδυνατούσε να καλύψει και τα έξοδα για την έκδοση στα ελληνικά. Έτσι, μετά από αίτηση του υπουργείου, η μετάφραση τυπώθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο. Όμως, λόγω νομικού κωλύματος που παρεμπόδιζε την έκδοση ιδιωτικών έργων από το Εθνικό Τυπογραφείο, η έκδοση σταμάτησε. Για αυτό, απευθύνθηκε στον υπουργό διευκρινίζοντας ότι το έργο δεν ήταν πραγματικά «ιδιωτικό», αφού η μετάφραση του φυλλαδίου ήταν σημαντική για τα εθνικά συμφέροντα και για την υπεράσπιση της ελληνικής πλευράς στο διεθνές πεδίο.
Το θέμα επρόκειτο σύντομα να συζητηθεί και στο Κοινοβούλιο στο Λονδίνο. Νοίκιασε ένα ταξί και πέρασε όλη τη νύχτα διανέμοντας το φυλλάδιό του στους επιφανείς εκπροσώπους και των δύο κοινοβουλίων της Αγγλίας, σε εκδότες εφημερίδων και άλλα δημόσια πρόσωπα. Οι Έλληνες του Λονδίνου ήταν πολύ περήφανοι για τον νεαρό συμπατριώτη τους, που με τόση θέρμη υπεραμύνθηκε της πατρίδας του και της τιμής της. Η αντίδραση των Βρετανών ήταν ανάμεικτη. Οι διευθύνοντες του Ομίλου Αδελφών Ράλλη ένιωσαν υποχρεωμένοι να δράσουν ανάλογα με τις προειδοποιήσεις τους. Έδωσαν έξι μήνες διορία στον Γεννάδιο για να φύγει από την εταιρεία.
Η πολλά υποσχόμενη επιχειρηματική καριέρα του στην Αγγλία είχε τελειώσει. Στην Ελλάδα, όμως, είχε γίνει σχεδόν ήρωας. Η ηχώ της ρητορικής ικανότητας του πατέρα του διαφαινόταν μέσα από την παθιασμένη υπεράσπιση της Ελλάδας και των Ελλήνων. Αυτό τον οδήγησε τελικά στην πλήρωση των πρώιμων προσδοκιών της οικογένειάς του, την είσοδό του στο Διπλωματικό Σώμα της Ελλάδας.
Τον Νοέμβριο του 1870 διορίστηκε ως ακόλουθος στην Ελληνική Διπλωματική Αντιπροσωπία της Ουάσιγκτον έπειτα από σχετική σύσταση προς την ελληνική κυβέρνηση του Charles Tuckerman, Υπουργού των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από το «ογκώδες φυλλάδιο». Ανάμεσα στις αναφορές και δημοσιεύσεις του Tuckerman υπέρ της ελληνικής μεριάς συγκαταλέγεται και ένα έγγραφο με τίτλο «Brigandage in Greece. A paper addressed by Mr. Chas K. Tuckerman, United States Minister at Athens, to Mr. Fish», της 5ης Δεκεμβρίου 1870, για το ζήτημα της ληστείας στην Ελλάδα. Σε αυτό ανέλυε το ζήτημα της ληστείας ξεκινώντας από τις απαρχές της Επανάστασης και τους «κλέφτες» για να καταλήξει πως μέσα από αυτή τη διαδρομή ορισμένες ομάδες ακολουθούσαν πλέον την ίδια τακτική σε διαφορετικό πλαίσιο. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες αντιμετώπισης του ζητήματος, εξαιτίας μίας μορφής αναγκαστικής προστασίας ή «αναγκαστικής φιλίας» μεταξύ των ορεινών πληθυσμών και των κλεφτών. Σε αντάλλαγμα για την προστασία και την οικονομική ενίοτε βοήθεια, οι κάτοικοι δεσμεύονταν να ειδοποιούν τους ληστές σε περίπτωση αναζήτησής τους από τις Αρχές. Πολλές φορές η αναγκαστική «συνεργασία» πήγαζε από την απειλή των ληστών για επιδρομές στα χωριά. Η ίδια λογική δίεπε και τις σχέσεις των εκάστοτε υποψηφίων πολιτικών των περιοχών με τους ληστές, καθώς η «μη συνεργασία» μπορούσε να αποβεί επιζήμια και επικίνδυνη τόσο για τους ίδιους τους πολιτικούς και τις οικογένειές τους, όσο και για την κοινότητα.
Ο συγγραφέας του φυλλαδίου αρχικά παρέμενε ανώνυμος, όπως φανερώνουν τα ελληνικά έντυπα της εποχής. Στη συνέχεια βέβαια αποκαλύφθηκε ότι το επίμαχο δημοσίευμα είχε γραφτεί από τον Ι. Γεννάδιο. Ακολούθησαν εγκωμιαστικά σχόλια και δημοσιεύματα για τον νεαρό Έλληνα, ο οποίος διακρινόμενος από αισθήματα φιλοπατρίας και με υψηλή αίσθηση εθνικού καθήκοντος, υπερασπίστηκε με έξοχο τρόπο την ελληνική πλευρά. Η συνέχεια της ιστορίας απασχόλησε τον Τύπο, ο οποίος επέκρινε τη στάση του Έλληνα εργοδότη του Ιωάννη Γενναδίου, κυρίου Ράλλη, εξαιτίας της απαράδεκτης στάσης που επέδειξε διώχνοντας τον Γεννάδιο επειδή έγραψε πολιτικό φυλλάδιο. Ο τρόπος γραφής και τα επιχειρήματα που στοιχειοθετούνταν στο φυλλάδιο, τα έξοδα του οποίου ανέλαβε αποκλειστικά ο Γεννάδιος, αποτέλεσαν αντικείμενο εγκωμιαστικού σχολιασμού, ενώ το θέμα προκάλεσε συζητήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, φτάνοντας και στη Βουλή των Λόρδων στην Αγγλία.
Η Συνθήκη του Βερολίνου (1878)
Τον Απρίλιο του 1875 ο Γεννάδιος στάλθηκε στο Λονδίνο ως Γραμματέας Α΄ στην Ελληνική Διπλωματική Αντιπροσωπία και πολύ σύντομα, κατόπιν της ανάκλησης του εκεί Επιτετραμμένου της Διπλωματικής Αντιπροσωπίας στην Αθήνα, προήχθη στον βαθμό του Chargé d'Affaires στο Λονδίνο. Ήταν μόλις τριάντα ενός ετών αλλά τόσο πετυχημένος που η κυβέρνησή του δεν θεώρησε απαραίτητο να ορίσει πιο έμπειρο αντιπρόσωπο. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας βελτιώθηκαν και έγιναν πιο εγκάρδιες.
Ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α΄ επισκέφτηκε το Λονδίνο το 1880 στο πλαίσιο των πολιτικών εξελίξεων για το ελληνικό ζήτημα και συγκεκριμένα για τη διαμάχη για τα ελληνοτουρκικά σύνορα, η οποία αποτελούσε εκείνη την περίοδο αντικείμενο συζήτησης στο Συνέδριο του Βερολίνου.
Η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) θέσπιζε νέα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, προς μεγάλη απογοήτευση των Οθωμανών. Η Ελλάδα επιδόθηκε σε διπλωματικό αγώνα (1878 – 1881) για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου. Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα ο Γεννάδιος προώθησε τη δημιουργία Ελληνικής Επιτροπής (Greek Committee) για την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων στο Λονδίνο. Πρόεδρος της Επιτροπής ορίστηκε ο Λόρδος Rosebery και στα μέλη της συμπεριλαμβάνονταν όλες οι ηγετικές φυσιογνωμίες του φιλελεύθερου κόμματος. Παράλληλα είχε και την υποστήριξη του William Ewart Gladstone, ο οποίος το 1879 δημοσίευσε ένα δοκίμιο με θέμα «Η Ελλάδα και η Συνθήκη του Βερολίνου». Ο Γεννάδιος είχε πλέον υψηλές προσδοκίες για αναγνώριση της καταφανούς επιτυχίας και δημοτικότητάς του στο Λονδίνο από την Κυβέρνηση της Αθήνας, καθώς και για την προαγωγή του στο αξίωμα του Πληρεξουσίου Υπουργού. Το 1879 είχε την τιμή και ικανοποίηση να δεχτεί από τον Γεώργιο Α΄ τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος.
Παρόλο που το Συνέδριο του Βερολίνου αποτέλεσε σκληρό πλήγμα για τον πανσλαβισμό, δεν επέλυσε το ζήτημα της περιοχής. Οι Σλάβοι των Βαλκανίων βρίσκονταν ακόμη στην πλειοψηφία τους υπό την κυριαρχία της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα σλαβικά κράτη των Βαλκανίων έμαθαν στην πράξη ότι η ομαδοποίησή τους ως Σλάβων δεν τους ωφελούσε τόσο όσο το να παίζουν με τις επιθυμίες μιας γειτονικής Μεγάλης Δύναμης, ζημιώνοντας την ενότητα των Σλάβων της Βαλκανικής και ενθαρρύνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των νεοσύστατων σλαβικών κρατών.
Σε ό,τι αφορά τα σύνορα μεταξύ Αλβανίας και Μαυροβουνίου, όπως αυτά καθορίστηκαν από τη Συνθήκη του Βερολίνου (13/7/1878), η περιοχή του Dulcigno στην Αδριατική ― που κατά τους Αλβανούς λογιζόταν ως εθνική τους περιοχή ― επιδόθηκε στο Μαυροβούνιο. Αποτέλεσμα της απόφασης αυτής ήταν οι αλβανικές φυλές να αντιδράσουν με την υποστήριξη και του Σουλτάνου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπάθησαν να επιβάλουν τις διατάξεις της Συνθήκης αποστέλλοντας στην Αδριατική ναυτική δύναμη, χωρίς, όμως, επιτυχία. Εν τέλει, η διπλωματική πίεση του Gladstone, ο οποίος απείλησε να καταλάβει το τελωνείο της Σμύρνης, ανάγκασε τους Οθωμανούς να αποσύρουν την υποστήριξή τους στο αλβανικό κίνημα.

Το ζήτημα των Δανείων της Ανεξαρτησίας (1879)

Ο Γεννάδιος εδραίωσε τη θέση στην πρεσβεία του Λονδίνου όπου συμμετείχε ενεργά στην κοινωνική και πολιτική ζωή του Λονδίνου με ζέση.
Ένα από τα μεγάλα επιτεύγματά του Γενναδίου μετά την επιστροφή του από το Συνέδριο του Βερολίνου ήταν η διευθέτηση του προβλήματος των «δανείων της Ανεξαρτησίας» που είχαν δοθεί στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδας από Βρετανούς δανειοδότες το 1824-1825. Ορθώς διέβλεψε ότι η εμπιστοσύνη των Βρετανών στην Ελλάδα θα ενισχυόταν σημαντικά με την αποκατάσταση της ελληνικής δανειοληπτικής ικανότητας στην αγορά. Έπειτα από διεξοδικές διαπραγματεύσεις με όλους τους ενδιαφερομένους, και ειδικότερα τον Ολλανδό Louis Drucker που είχε συμφωνήσει να αγοράσει τα δύο τρίτα των αρχικών έντοκων γραμματίων, επιτεύχθηκε μία συμφωνία ικανοποιητική για όλους, πλην των Ολλανδών. Ο ίδιος ο Γεννάδιος έθεσε με τόλμη το θέμα στο συμβούλιο του αγγλικού χρηματιστηρίου στο Λονδίνο. Τα γραμμάτια που είχαν εκδοθεί πριν από πενήντα χρόνια μετατράπηκαν σε νέα. Η ελληνική πιστοληπτική ικανότητα αποκαταστάθηκε στη βρετανική αγορά και το 1879 μπόρεσε να ανακοινώσει ότι η Ελλάδα είχε καταλάβει και πάλι τη θέση της μεταξύ των αξιόπιστων (οικονομικά) εθνών.
Η Αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων (1896)
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 ήταν η πρώτη διεθνής αθλητική διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων κατά την αναβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή. Διοργανώθηκαν στην Αθήνα στις 6 – 15 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου – 3 Απριλίου με το τότε Ιουλιανό ημερολόγιο). Δείτε περισσότερες φωτογραφίες των ολυμπιακών αγώνων του 1896 και φιλμ της εποχής.
Κατά τον 19ο αιώνα, αρκετά -μικρής κλίμακας- αθλητικά φεστιβάλ σε όλη την Ευρώπη θεωρήθηκαν ως η συνέχεια των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από τις Ζάππειες Ολυμπιάδες (ή Ολύμπια) που χρηματοδοτήθηκαν από τον Ευάγγελο Ζάππα και διεξήχθησαν τα έτη 1859, 1870, 1875 και 1888-1889. Έτσι, αποφασίστηκε η αναβίωση των Αγώνων στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Κουμπερτέν και του Έλληνα εκπρόσωπου Δημήτριου Βικέλα.
Κεντρικός χώρος της διοργάνωσης ήταν το ανακαινισμένο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου διεξήχθησαν τα αγωνίσματα άρσης βαρών, γυμναστικής, πάλης και στίβου, αλλά και οι τελετές έναρξης και λήξης. Από τον Μαραθώνα ξεκίνησαν τα αγωνίσματα ατομικού αγώνα ποδηλασίας σε δημόσιο δρόμο και του μαραθωνίου, ενώ στον Λιμένα Ζέας διεξήχθησαν όλα τα αγωνίσματα κολύμβησης. Χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, το Μέγαρο του Ζαππείου (ξιφασκία), το Ποδηλατοδρόμιο Νέου Φαλήρου (ποδηλασία πίστας και μερικοί αγώνες αντισφαίρισης), το Σκοπευτήριο Καλλιθέας (σκοποβολή) και τα γήπεδα του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών (αντισφαίριση).
Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε αθρόα συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα στην εναρκτήρια τελετή στο Παναθηναϊκό Στάδιο (60.000 θεατές). Παρόλο που ο αριθμός των 241 αθλητών που συμμετείχαν μοιάζει σήμερα σχετικά μικρός, η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι συμμετέχοντες ήταν όλοι Ευρωπαίοι ή ζούσαν στην Ευρώπη, με εξαίρεση την ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών. 65% ήταν Έλληνες. Δέκα από τις δεκατέσσερις χώρες που έλαβαν μέρος, κατέκτησαν κάποιο μετάλλιο. Οι ΗΠΑ κέρδισαν τα περισσότερα χρυσά (11), ενώ η διοργανώτρια Ελλάδα κατέκτησε τα περισσότερα στο σύνολο (46). Σημαντική στιγμή για τους Έλληνες ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο. Πιο επιτυχημένος αθλητής των Αγώνων αναδείχθηκε ο Γερμανός παλαιστής και γυμναστής Καρλ Σούμαν, ο οποίος κέρδισε συνολικά τέσσερα χρυσά μετάλλια. Δείτε το βίντεο
Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και διαχείριση των Αγώνων. Μετά τη λήξη των Αγώνων, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, καθώς και πολλοί άλλοι (μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί αθλητές) υποστήριξαν την ιδέα να διοργανωθούν και οι επόμενοι Αγώνες στην Αθήνα. Ο Κουμπερτέν, όμως, ήταν αντίθετος με αυτό, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί το Παρίσι ως η επόμενη διοργανώτρια πόλη. Έτσι, οι Αγώνες του 1900 έγιναν στη Γαλλία. Η Ελλάδα διοργάνωσε τους εμβόλιμους Μεσολυμπιακούς Αγώνες του 1906.
Το Παναθηναϊκό στάδιο, που χτίστηκε αρχικά το 330 π.Χ., είχε ανασκαφεί και βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, αλλά με τη διεύθυνση και την οικονομική βοήθεια του Γεωργίου Αβέρωφ, ενός πλούσιου Έλληνα Αιγυπτιώτη, αποκαταστάθηκε με λευκό μάρμαρο.
Σχετικά με το έπαθλο που πήρε ο Σπύρος Λούης από τον βασιλιά Κωνσταντίνο δείτε αυτό το βίντεο.

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897

Αιτία και αφορμή για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπήρξε το κρητικό ζήτημα. Βάσει των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε, μεταξύ άλλων, να εφαρμόσει τον οργανικό νόμο του 1868 (γνωστό ως Σύμβαση της Χαλέπας). Η μη τήρηση της Σύμβασης της Χαλέπας οδήγησε σε εξεγέρσεις με σημαντικότερη αυτή του 1896, η οποία κατέληξε σε σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού στα Χανιά τον Ιανουάριο του 1897 και προκάλεσε την εμπλοκή τόσο των Μεγάλων Δυνάμεων όσο και της Ελλάδας. Το έντονο διπλωματικό παρασκήνιο, οι ταπεινωτικές, για την Ελλάδα, αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως και η διπλωματική της απομόνωση και ο επαναστατικός αναβρασμός που αναζωπυρωνόταν από τη δράση της Εθνικής Εταιρείας στην Αθήνα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στον πόλεμο με την Τουρκία.
Στις 15 Μαρτίου 1897 ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το βαθμό του αρχιστρατήγου αναχώρησε για το θεσσαλικό μέτωπο. Η εισβολή των ενόπλων ανδρών της Εθνικής Εταιρείας στη Μακεδονία υπήρξε το casus belli, και στις 5 Απριλίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέκοψε επίσημα τις σχέσεις της με το ελληνικό Βασίλειο. Ο πόλεμος είχε ξεκινήσει.
Η εδαφική διαμόρφωση του βορείου συνόρου της Ελλάδος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπαγόρευε την ύπαρξη δύο διαφορετικών και ανεξάρτητων μεταξύ τους θεάτρων πολέμου, του ηπειρωτικού και του θεσσαλικού, με σημαντικότερο το δεύτερο, όπου και διοχετεύτηκε το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών δυνάμεων. Στο θεσσαλικό μέτωπο υπήρξαν δύο μεραρχίες, στη Λάρισα με διοικητή τον Ν. Μακρή και στον Αλήφακα υπό τον συνταγματάρχη πεζικού Γ. Μαυρομιχάλη. Στο ηπειρωτικό μέτωπο είχαν σταλεί δύο μεραρχίες με επικεφαλής τον συνταγματάρχη πυροβολικού Θρασύβουλο Μάνο. Οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν αρχιστράτηγο τον Ετέμ Πασά και επιτελάρχη τον Σεφτέκ Πασά. Στην πρώτη φάση του πολέμου, γνωστή ως «μάχη των συνόρων», έγιναν πολυήμερες και συγχρονισμένες πολεμικές συγκρούσεις στα βόρεια σύνορα της Θεσσαλίας στις τρεις διαβάσεις προς τη Μακεδονία, αυτές του Νέζερου, της Μελούνας και του Ρεβενίου. Οι ελληνικές δυνάμεις κράτησαν τις θέσεις τους έως τις 12 Απριλίου 1897, όταν, μετά τη μάχη των Δελεριών, ξεκίνησε η γενική αποχώρηση των Ελλήνων από τον Τύρναβο προς τη Λάρισα.
Με τη φυγή Ελλήνων πολιτών και στρατιωτών, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τον Τύρναβο (12 Απριλίου 1897) και τη Λάρισα (13 Απριλίου 1897), ενώ η μάχη στο Βελεστίνο διήρκησε 10 μέρες χάρη στη δυναμική της ταξιαρχίας του στρατηγού Σμολένσκη (14 -24 Απριλίου). Η κατάληψη του Βόλου (26 Απριλίου 1897) και η μάχη στον Δομοκό στις 1897 έκριναν οριστικά την έκβαση του πολέμου υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ανακωχή υπογράφτηκε έξω από τη Λαμία στις 7 Μαΐου 1897, ενώ συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση στην Αυτοκρατορία και να της παραχωρήσει μικρό τμήμα της Θεσσαλίας.
Τα πρώτα τέσσερα τάγματα ευζώνων (αργότερα συντάγματα) συγκροτήθηκαν το 1867. Επανδρώθηκαν, αρχικά, με εθελοντές, υπαξιωματικούς ή οπλίτες, που κατάγονταν από ορεινές περιοχές με αποστολή την φύλαξη της ελληνικής μεθορίου. Θεωρούνται πρόγονοι της μονάδας ορεινών καταδρομών και διακρίθηκαν ιδιαίτερα στους Bαλκανικούς Πολέμους, αλλά και στις υπόλοιπες ένοπλες συγκρούσεις της χώρας για τη γενναιότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Λίγο πριν την έναρξη των εχθροπραξιών του πολέμου του 1897, στις 4 Μαρτίου το ΙΙ τάγμα ευζώνων αναχώρησε από την Αθήνα και μεταφέρθηκε στη Λάρισα. Στις 8 Απριλίου κατόπιν προσκλήσεως και άλλων εφέδρων υπό τα όπλα συγκροτήθηκε το XII τάγμα ευζώνων στο Αγρίνιο και τα λοιπά (VIII, IX,X αυθύπαρκτα τάγματα και το XIII Ευζώνων) στην Αθήνα.
Στον πόλεμο του 1897 εκτός από τις ελληνικές δυνάμεις πολέμησαν και εθελοντικά σώματα. Ένα από αυτά ήταν οι Γαριβαλδινοί με αρχηγό το στρατηγό Ριτσιώτη Γαριβάλδη. Το σώμα των 900 ανδρών (οι οποίοι δεν ήταν όλοι ιταλικής καταγωγής), οπλίσθηκε και συντηρήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, και ενώθηκε με το στρατό της Θεσσαλίας πριν τη μάχη του Δομοκού, όπου έχασε ένα σημαντικό μέλος της, τον Ιταλό φιλέλληνα πολιτικό Antonio Fratti.
Τις παραμονές του πολέμου το ελληνικό πολεμικό ναυτικό φάνταζε ως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικά μέσα, καθώς είχε εξοπλιστεί από το 1889 με τρία νέα θωρηκτά: «Σπέτσες», «Ύδρα» και «Ψαρά». Παρά ταύτα οι προσδοκίες δεν δικαιώθηκαν από τη δράση του ναυτικού ούτε στο Αιγαίο, ούτε στο Ιόνιο Πέλαγος. Ο στόλος της μοίρας του Αιγαίου πελάγους, με αρχηγό τον Κωνσταντίνο. Σαχτούρη περιλάμβανε τα θωρηκτά Ψαρά, Ύδρα, (με κυβερνήτες τους Κ. Χατζηκυριάκο και Ι. Βώκο), το τορπιλοβόλο Κανάρης με κυβερνήτη τον πρίγκηπα Γεώργιο, τον οπλιταγωγό «Μυκάλη» με κυβερνήτη το Γ. Κουντουριώτη και τον ατμοδρόμωνα «Αλφειός» υπό τον Π. Κουντουριώτη. Επίσης, περιλάμβανε και εννέα τορπιλοβόλα. Αργότερα προστέθηκαν και άλλα δύο πλοία. Η μοίρα αυτή ναυλουχούσε στον ευβοϊκό κόλπο.
Δυστυχώς τα πλοία παρέμειναν σε αδράνεια όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Λόγω της κακής συνεργασίας του Υπουργείου Ναυτικών με τον αρχηγό της ανατολικής μοίρας, Σαχτούρη, όλες οι επιχειρήσεις του ναυτικού απέτυχαν. Ο Σαχτούρης τέθηκε σε διαθεσιμότητα, ενώ ο σημαιοφόρος Ιωάννης Κόκκορης που κατηγόρησε το Σαχτούρη ως προδότη τιμωρήθηκε πειθαρχικά, καθώς η καταγγελία του προς τον Υπουργό Ναυτικών και τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου είχε προκαλέσει σάλο στη Αθήνα.
Τις παραμονές του πολέμου το ελληνικό πολεμικό ναυτικό φάνταζε ως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικά μέσα, καθώς είχε εξοπλιστεί από το 1889 με τρία νέα θωρηκτά: «Σπέτσες», «Ύδρα» και «Ψαρά». Παρά ταύτα οι προσδοκίες δε δικαιώθηκαν από τη δράση του ναυτικού ούτε στο Αιγαίο, ούτε στο Ιόνιο Πέλαγος. Ο στόλος της μοίρας του Αιγαίου πελάγους, με αρχηγό τον Κ. Σαχτούρη περιλάμβανε τα θωρηκτά «Ψαρά», «Ύδρα», (με κυβερνήτες τους Κ. Χατζηκυριάκο και Ι. Βώκο), το τορπιλοβόλο «Κανάρης» με κυβερνήτη τον πρίγκιπα Γεώργιο, τον οπλιταγωγό «Μυκάλη» με κυβερνήτη το Γ. Κουντουριώτη και τον ατμοδρόμωνα «Αλφειός» υπό τον Π. Κουντουριώτη. Επίσης, περιλάμβανε και εννέα τορπιλοβόλα. Αργότερα προστέθηκαν και άλλα δύο πλοία. Η μοίρα αυτή ναυλοχούσε στον ευβοϊκό κόλπο.
Ωστόσο, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τα πλοία παρέμειναν σε αδράνεια. Οι επιχειρήσεις που διατάχθηκε να κάνει υπήρξαν όλες αποτυχημένες. Βασική αιτία της δυσλειτουργίας αυτής, ήταν η κακή συνεργασία του Υπουργείου Ναυτικών με τον αρχηγό της ανατολικής μοίρας, Σαχτούρη, που έδειξε ανυπακοή και δεν εκτέλεσε σωστά τις διαταγές του Υπουργείου. Η κατάσταση πήρε επικίνδυνες διαστάσεις όταν, εξαιτίας της στάσης του αρχηγείου της ανατολικής μοίρας, ο Υπουργός Ναυτικών επιχείρησε να παραιτηθεί, ενώ ο σημαιοφόρος Κόκορης κατήγγειλε τον Σαχτούρη αφήνοντας να εννοηθεί ότι η στάση του υπήρξε προδοτική. Ο Σαχτούρης τέθηκε σε διαθεσιμότητα, ενώ ο Κόκορης τιμωρήθηκε πειθαρχικά, καθώς η καταγγελία του προς τον Υπουργό Ναυτικών και τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου είχε προκαλέσει σάλο στη Αθήνα.
Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913)
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ελλάδα, η Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά μεγάλα τμήματα των εθνικών τους πληθυσμών παρέμεναν υπό οθωμανική κυριαρχία. Το 1912 οι χώρες αυτές σχημάτισαν τον Βαλκανικό Συνασπισμό και κήρυξαν πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 8 Οκτωβρίου 1912. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε οκτώ μήνες αργότερα με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913. Ωστόσο, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στις 16 Ιουνίου 1913, ξεκίνησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος· η Βουλγαρία, δυσαρεστημένη από τη διανομή των εδαφικών κερδών στη Μακεδονία (που έγινε μυστικά από τους πρώην συμμάχους της, τη Σερβία και την Ελλάδα), ξεκίνησε στρατιωτική δράση εναντίον τους, αλλά τελικά ηττήθηκε κατά κράτος. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που ακολούθησε, η Βουλγαρία έχασε τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κερδίσει στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ενώ αναγκάστηκε ακόμη να παραχωρήσει στη Ρουμανία το πρώην οθωμανικό νότιο τρίτο της επαρχίας της Δοβρουτσάς.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειάς της στην Ευρώπη, ενώ η Αυστροουγγαρία άρχισε να γίνεται πιο αδύναμη λόγω της ισχύος και επιρροής της διευρυμένης Σερβίας. Για την οθωμανική πλευρά, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν σε γενικό επίπεδο μια τεράστια καταστροφή στην ιστορία του έθνους.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του λευκώματος για τους Βαλκανικούς πολέμους είναι οι φωτογραφίες σημαντικών φωτογράφων της εποχής που καταγράφουν τα γεγονότα. Οι αδελφοί Ρωμαΐδη ήταν διάσημοι φωτογράφοι των Αθηνών ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, ο Αριστοτέλης Ρωμαΐδης φωτογράφιζε στιγμιότυπα του πολέμου, πολλά από τα οποία αναπαρήχθησαν σε επιστολικά δελτάρια. Συνεργάτης του ήταν ο Zeitz που ακολούθησε τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Ένας άλλος σημαντικός Έλληνας φωτογράφος, ο Αναστάσιος Γαζιάδης, ξεκίνησε να ασχολείται με τη φωτογραφία λίγο πριν το 1880 και συνέχισε να φωτογραφίζει ως τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε και τον διαδέχτηκαν οι γιοι του. Μια από τις αγαπημένες θεματικές του ήταν τα πλοία. Το φωτογραφείο αναφέρεται ως: A. Gaziades, ATHENES - PIREE, Rue Stade – Eole.
Ο Σίμος Χουτζαίος γεννήθηκε στην Αγιάσο της Λέσβου το 1873. Έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας στην Αλεξάνδρεια, κοντά στο θείο του, το ζωγράφο Καλπαξίδη. Ταξίδεψε στην Ευρώπη έως το 1899, οπότε επέστρεψε στη Μυτιλήνη και εργάστηκε κοντά στον Τσεχοσλοβάκο φωτογράφο Fritz J. Mraz, στο φωτογραφείο του, στην οδό Μητροπόλεως. Αργότερα άνοιξε δικό του φωτογραφείο, στην οδό Βερναρδάκη. Το 1913 εξέδωσε φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο "Η κατοχή Μυτιλήνης, υπό του Ελληνικού Στρατού".

Διεθνής έκθεση στο Παρίσι (1889)

Τα λευκώματα του Γενναδίου περιέχουν ενδιαφέροντα τεκμήρια για ταξίδια και περιοδείες που πραγματοποίησε στην Ευρώπη και την Αμερική και πιάνουν τον παλμό της εποχής. Η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού του 1889 (6 Μαΐου ― 31 Οκτωβρίου) προσέλκυσε περισσότερους από τριάντα δύο εκατομμύρια επισκέπτες ανάμεσου στους οποίους και τον Ιωάννη Γεννάδιο. Τιμώντας την 100ή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, η έκθεση είχε σκοπό να τονώσει την οικονομία της Γαλλίας και να πατάξει την οικονομική ύφεση δίνοντας έμφαση στην επιστήμη, την τεχνολογία αλλά και στις τέχνες. Ο Πύργος του Άιφελ, μια από τις πιο εμβληματικές κατασκευές στον κόσμο, κατασκευάστηκε για την Έκθεση του 1889. Με ύψος 324 μέτρα παρέμεινε το ψηλότερο κτίριο στον κόσμο για 41 χρόνια.
Η είσοδος στην έκθεση κόστιζε σαράντα λεπτά, σε μια εποχή που η τιμή ενός «φθηνού» πιάτου κρέατος και λαχανικών σε ένα καφέ του Παρισιού ήταν δέκα λεπτά. Οι επισκέπτες έπρεπε να πληρώσουν πολύ παραπάνω για να επισκεφθούν τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα της έκθεσης. Η αναρρίχηση στον Πύργο του Άιφελ κόστιζε πέντε φράγκα, ενώ η είσοδος σε δημοφιλή πανοράματα, θέατρα και συναυλίες ήταν ένα φράγκο.
Η έκθεση εξαπλωνόταν σε δύο χώρους.
Ο κυριότερος ήταν το Πεδίο του Άρεως (Champs de Mars) στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα ποταμού, όπου χτίστηκε και ο Πύργος του Άιφελ, και στη δεξιά όχθη, στην έκταση από το παλάτι του Τροκαντερό, το οποίο είχε χτιστεί για την Έκθεση του 1878, μέχρι τον Σηκουάνα δημιουργήθηκαν πάρκα, κήποι και σιντριβάνια.
Ένας μικρότερος χώρος στην πλατεία Les Invalides φιλοξενούσε τα περίπτερα των γαλλικών αποικιών. Υπήρχαν πολλά υπαίθρια εστιατόρια και καφέ με τρόφιμα από την Ινδοκίνα, τη Βόρεια Αφρική και άλλες κουζίνες από όλο τον κόσμο. Με σκοπό να αναδείξει τις αποικίες η αποικιοκρατική επίδειξη των αυτόχθονων πληθυσμών προκάλεσε και αντιδράσεις από τους αυτόχθονες.
Υπερατλαντικό ταξίδι (1893-1894)
Ο Ιωάννης Γεννάδιος επισκέφτηκε τις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 1893 και παρέμεινε εκεί μέχρι και τον Ιούνιο του 1894. Έφυγε για τη Νέα Υόρκη από το Σαουθάμπτον με το υπερωκεάνιο της γραμμής American Line SS Paris, ενώ στην επιστροφή ταξίδεψε με το υπερωκεάνιο Lucania της εταιρείας Cunard από τη Νέα Υόρκη στο Λίβερπουλ. Το λεύκωμα περιλαμβάνει εντυπωσιακά ντοκουμέντα από το ταξίδι του.
Η εμφάνιση των ατμόπλοιων τον 19ο αιώνα έκανε τις υπερατλαντικές επιβατικές διαδρομές πιο γρήγορες, ασφαλέστερες και αξιόπιστες. Το πρώτο ατμόπλοιο υπερατλαντικής γραμμής θεωρείται το ξύλινο ατμόπλοιο SS Great Western, που κατασκευάστηκε το 1838 και συνέδεε το Μπρίστολ και τη Νέα Υόρκη. Σχεδιασμένο από τον Βρετανό πολιτικό μηχανικό Isambard Kingdom Brunel, έγινε πρότυπο για μια ολόκληρη γενιά παρόμοιων πλοίων.
Η Βασιλική Ταχυδρομική Εταιρεία Βρετανίας & Βόρειας Αμερικής ξεκίνησε τη διαδρομή Λίβερπουλ-Χάλιφαξ-Βοστώνη το 1840, χρησιμοποιώντας τέσσερα νέα ατμόπλοια κλάσης Britannia και συμβόλαιο ταχυδρομείου από την βρετανική κυβέρνηση. Η εταιρεία εξελίχθηκε αργότερα στη γραμμή Cunard. Για να ανταγωνιστεί την κυριαρχία της γραμμής Cunard, το αμερικανικό κράτος έκλεισε το 1850 συμβόλαιο ταχυδρομείου με την Εταιρεία Ατμόπλοιων Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ, η οποία έγινε η Collins Line με τέσσερα πλοία, τα οποία ήταν νεότερα, μεγαλύτερα, πιο γρήγορα και πιο πολυτελή από αυτά της Cunard.
Ανταγωνισμός (κύρια για το ταχύτερο πλοίο) αναπτύχθηκε μεταξύ των βιομηχανικών δυνάμεων της εποχής—Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ηνωμένες Πολιτείες—για την ανταγωνιστική κατασκευή μεγάλων υπερωκεάνιων ως σύμβολα τεχνικής ικανότητας και εκφράσεις δύναμης, όχι μόνο ως μεταφορικές επιχειρήσεις.
Το RMS Queen Mary 2 της Cunard Line είναι το μόνο υπερωκεάνιο που πραγματοποιεί ακόμη και σήμερα τακτικές υπερατλαντικές διαδρομές καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, συνήθως μεταξύ Σαουθάμπτον και Νέας Υόρκης.

Διεθνής έκθεση στο Σικάγο (1893)

Ο Ιωάννης Γεννάδιος, στο πλαίσιο του ταξιδιού του στις ΗΠΑ, επισκέφτηκε την έκθεση τον Οκτώβριο του 1893 από όπου κράτησε πλήθος ενθύμια. Η Διεθνής Έκθεση του Σικάγο ή Κολομβιανή Έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Σικάγο το 1893 (5 Μαΐου ― 31 Οκτωβρίου), για τον εορτασμό της 400της επετείου της άφιξης του Χριστόφορου Κολόμβου στον Νέο Κόσμο το 1492. Επίκεντρο της έκθεσης ήταν μια μεγάλη πισίνα γεμάτη με νερό, η οποία αντιπροσώπευε το μεγάλο ταξίδι του Κολόμβου στον Νέο Κόσμο. Η έκθεση υπήρξε ένα κοινωνικό και πολιτιστικό γεγονός με μεγάλη επιρροή στην αρχιτεκτονική, στις τέχνες και στη γενικότερη εικόνα της πόλης του Σικάγο, καθώς και στον αμερικανικό βιομηχανικό οπτιμισμό. Η έκθεση χρησίμευσε επίσης για να δείξει στον κόσμο ότι το Σικάγο είχε αναγεννηθεί από τις στάχτες της Μεγάλης Πυρκαγιάς του Σικάγου το 1871.
Η έκθεση κάλυψε 690 στρέμματα (2,8 km2), παρουσιάζοντας σχεδόν 200 νέα, αλλά προσωρινά κτίρια κυρίως νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, κανάλια και λιμνοθάλασσες, καθώς και ανθρώπους και πολιτισμούς από 46 χώρες. Πάνω από 27 εκατομμύρια άνθρωποι επισκέφθηκαν την Έκθεση κατά τη διάρκεια της εξάμηνης λειτουργίας της. Η κλίμακα και το μεγαλείο της ξεπέρασαν κατά πολύ τις εκθέσεις άλλου στον κόσμο και έγινε σύμβολο του αναδυόμενου αμερικανικού εξαιρετισμού (American exceptionalism).