Notes
Ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806) ήταν ιερέας, εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και κορυφαίος Διδάσκαλος του Γένους. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από Ζακυνθινούς γονείς και έλαβε εγκύκλια μόρφωση στα Επτάνησα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για περαιτέρω σπουδές του. Το 1738 χειροτονήθηκε διάκονος στα Ιωάννινα αλλάζοντας το όνομά του από Ελευθέριος σε Ευγένιος, ενώ δύο χρόνια αργότερα βρίσκεται στη Βενετία διδάσκοντας στο Φλαγκινιανό Φροντιστήριο και αναλαμβάνοντας ιερατικά καθήκοντα στον Άγιο Γεώργιο, ναό της ελληνικής παροικίας. Το 1742 επιστρέφει στην Ελλάδα ως διευθυντής του σχολείου που ίδρυσαν στα Ιωάννινα οι αδελφοί Μαρούτση, διακεκριμένοι έμποροι της ελληνικής παροικίας στη Βενετία. Η διδακτική του μέθοδος, σύμφωνη με τις αρχές νεότερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας (Descartes, Locke, Newton, Leibniz κλπ τον φέρνει σε αντιπαράθεση με το συντηρητικό κατεστημένο και αποσύρεται από τα καθήκοντά του. Επιστρέφει στη διδασκαλία έντεκα χρόνια αργότερα ως διευθυντής της νεοϊδρυθείσας Αθωνιάδας Σχολής, προσκεκλημένος του Πατριάρχη Κύριλλου Έ, για να συνεχίσει τη σταδιοδρομία τρου στην Πατριαρχική Σχολή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του αντιμετώπισε προβλήματα μεσυναδέλφους του που δυσπιστούσαν προς τη διδασκαλία της νεωτερικής ευρωπαϊκής φιλοσοφίας εμμένοντας στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Οι έριδες τον ανάγκασαν εν τέλει να εγκατλείψιε τον ελληνόφωνο χώρο και να καταφύγει στη Λειψία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί έγραψε πολλά και σημαντικά φιλοσοφικά έργα, μετέφρασε πλήθος μελετών στα ελληνικά και συναναστράφηκε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, μεταξύ των οποίων και το Ρώσο στρατάρχη Ορλώφ. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν που τον προέτρεψε να εγκατασταθεί στην αυλή της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Μεγάλης Αικατερίνης Β΄. Ο Βούλγαρις ταξίδεψε πράγματι στην Πετρούπολη το 1771 κι ανέλαβε τη θέση του βιβλιοθηκάριου της ρωσικής αυλής διατυπώνοντας συχνά στην αυτοκράτειρα το αίτημα της συνδρομής των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Οι ελπίδες του για βοήθεια διαψέυδονται με την υπογραφ’η της συνθήκης του Κιουτσού – Καϊναρτζή, ένα όμωβς χρόνο αργότερα χειροτονείται ιερέας από το μ ητροπολίτη Μόσχας Πάτωνα, για να αναλάβει το 1776 την αρχιεπισκοπή Σλαβωνίου και Χερσώνος, περιοχή όπου είχαν καταφύγει χιλιάδες Ελλήνων προσφύγων. Αυτών των προσφύγων ανέλαβε την πνευματική καθοδήγηση, οργανώνοντας οικισμούς και ανεγείρωντας ναούς. Μετά την ολοκλήρωση του ποιμαντικού του έργου, αλλά και την περίφημη μετάφραση της Αινειάδας του Βιργιλίου στα αρχαία ελληνικά και μάλιστα σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους, ο Βούλγαρις παραιτηθηκε το 1789 του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, επέστρεψε στη Πετρούπολη και εξελέγη μέλος της αυτοκρατορικής Ακαδημίας. Το 1802 αποσύρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι όπου και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. Με τη διδασκαλία και τα έργα του ο Βούλγαρις εγκαινίασε μια νέα περίοδο στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας αλλά και τη ελληνική παιδεία γενικότερα. Ξεφεύγοντας από τη αριστοτελική παράδοση και την προσκόλληση στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ήταν ο πρώτος που δίδαξε τον ορθολογισμό του Ντεκάρτ, τον εμπειρισμό του Λοκ, τη φιλοσοφία και πολιτική θεωρία του Χόμπς τις μαθηματικές θεωρίες του Νιούτων και Λάιμπνιτς προσπαθώντας να συγκεράσει τη νεωτερικότητα των ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων και επιστημονικών ανακαλύψεων με την ορθοδοξία. Προς το τέλος της ζωής του, πάντως, έκανε μια αρκετά συντηρητική στροφή.